εφοδηγώ

εφοδηγώ
ἐφοδηγῶ, -έω (ΑΜ)
είμαι οδηγός τού δρόμου
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και παθ.) (και για πνευματικούς οδηγούς) «ἐφοδηγούμενοι ὑπὸ τοῡ παρακλήτου», Ιγνάτ. Θεοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁδηγῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”